(ἐκ δόμων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιαλτός — ἰαλτός, ή, όν (Α) [ιάλλω] ο σταλμένος … Dictionary of Greek
ἰαλτός — sent forth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)